ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… … Dictionary of Greek
ηλιοτρόπιο — I (heliotropium).Γένος δικοτυλήδονων ποωδών και σπάνια ημιθαμνωδών φυτών ύψους έως 1,50 μ. που κατάγεται από το Περού. Η επιστημονική του ονομασία είναι η. το περουβιανό. Περιλαμβάνει 250 περίπου είδη των εύκρατων περιοχών. Έχει εναλλασσόμενα… … Dictionary of Greek
ημικύκλιος — ο (AM ἡμικύκλιος, ον) 1. ημικυκλικός 2. το ουδ. ως ουσ. το ημικύκλιο α) το μισό τού κύκλου β) μαθ. καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται ένας κύκλος από μια διάμετρο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμικύκλιον α) κάθισμα, έδρανο ημικυκλικό β)… … Dictionary of Greek
καταμετρητής — ο 1. αυτός που κάνει καταμέτρηση 2. όργανο που χρησιμοποιείται για τις καταμετρήσεις, μετρητής, ρολόγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταμετρῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
σκιακός — ή, όν, Α [σκιά] 1. σκιερός 2. φρ. «σκιακὸν ὡρολόγιον» ηλιακό ρολόγι … Dictionary of Greek
σκιοθήρης — και σκιάθηρας, ὁ, Α ηλιακό ρολόγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + θήρης / θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο θήρας] … Dictionary of Greek
σκότωμα — (I) το, ΝΑ [σκοτῶ (ΙΙΙ)] νεοελλ. 1. ιατρ. έλλειμμα τού οπτικού πεδίου τού οφθαλμού, κατά το οποίο, όταν είναι απόλυτο, εξαφανίζεται κάθε αίσθηση φωτός, και, όταν είναι σχετικό, υπάρχει μείωση τής όρασης 2. φρ. α) «αρνητικό σκότωμα» ιατρ. σκότωμα… … Dictionary of Greek
στιγμόμετρο — το, Ν 1. ρολόγι ακριβείας, εφοδιασμένο με δείκτη δευτερολέπτων και τών κλασμάτων τους, το οποίο μπορεί να τεθεί σε κίνηση και να σταματήσει ακαριαία με την πίεση ενός κουμπιού, χρησιμοποιούμενο για πολύ ακριβείς μετρήσεις χρόνου 2. (γραφ. τεχν.)… … Dictionary of Greek
τροχίασμα — άσματος, τὸ, ΝΑ [τροχιάζω] νεοελλ. αστρον. το σύνολο τών οδοντωτών τροχών εκκρεμούς χρονομέτρου ή ισημερινού τηλεσκοπίου που λειτουργεί ως ρολόγι, με τη βοήθεια τού οποίου μεταδίδεται η κίνηση από τον κινητήρα στους δέκτες ή στο τηλεσκόπιο για… … Dictionary of Greek